- φανίζομαι
- ΝΜνεοελλ.1. (κυρίως στην ποίηση) εμφανίζομαι («τη νύχτα μού φανίστηκε στ' όνειρό μου η προστάτισσά μου», Κ. Βάρναλης)2. (στον Ερωτόκρ.) (κυρίως σε φρ. ως τριτοπρόσ.) «μού φανίστη» — μού φάνηκε, νόμισαμσν.εμφανίζομαι ως..., προσποιούμαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φᾰν- τού φαίνω*, κατά τα ρ. σε -ίζω, -ομαι].
Dictionary of Greek. 2013.